- φωτογραφομετρικός
- -ή, -ό, Ν βλ. φωτογραμμετρικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτογραμμετρικός — και φωτογραμμομετρικός και φωτογραφομετρικός, ή, ό, Ν [φωτογραμμετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογραμμετρία (α. «φωτογραμμετρικά όργανα» β. «φωτογραμμετρικές μέθοδοι») … Dictionary of Greek